κατοχυρώνω
[katoçiˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- festigenκατοχυρώνω δικαίωμακατοχυρώνω δικαίωμα
- sichern, sicherstellenκατοχυρώνω ασφαλίζωκατοχυρώνω ασφαλίζω