sichern
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξασφαλίζω, κατοχυρώνωsichern garantieren,auch | και, επίσης a. Zukunftsichern garantieren,auch | και, επίσης a. Zukunft
- ασφαλίζωsichern sicher machen,auch | και, επίσης a. Waffesichern sicher machen,auch | και, επίσης a. Waffe
- εντοπίζωsichern Spurensichern Spuren
- αποθηκεύωsichern Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTsichern Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT