καταδίκη
[kataˈðikji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verurteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταδίκηκαταδίκη
examples
- καταδίκη σε θάνατοTodesurteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n