„Todesurteil“: Neutrum, sächlich TodesurteilNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταδίκη σε θάνατο καταδίκηFemininum, weiblich | θηλυκό f σε θάνατο Todesurteil Todesurteil