„κατάτμηση“: θηλυκό κατάτμηση [kaˈtatmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Partition Partitionθηλυκό | Femininum, weiblich f κατάτμηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ κατάτμηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ