„Partition“: Femininum, weiblich PartitionFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάτμηση κατάτμησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Partition Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Partition Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT