κατάσκοπος
[kaˈtaskopos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spionαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσκοποςκατάσκοπος
examples
- κατάσκοπος ανιχνευτήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKundschafterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f