ανιχνευτής
[anixnefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ανιχνευτήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπνούRauchmelderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανιχνευτής κίνησηςBewegungsmelderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανιχνευτής ψεύδουςLügendetektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m