„κατάρτι“: ουδέτερο κατάρτι [kaˈtarti]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mast Mastαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατάρτι πλοίου κατάρτι πλοίου