Mast
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- στύλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mMast Elektrizität, Elektrotechnik | ηλεκτρολογίαELEKMast Elektrizität, Elektrotechnik | ηλεκτρολογίαELEK
- κατάρτιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nMast Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFιστόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mMast Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFMast Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF