καρό
[kaˈro]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kariertκαρόκαρό
examples
- καρό σχέδιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKaromusterουδέτερο | Neutrum, sächlich n