καπνιστός
[kapnisˈtos], καπνιστή, καπνιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- geräuchertκαπνιστόςκαπνιστός
examples
- καπνιστή ρέγκαθηλυκό | Femininum, weiblich fRäucherheringαρσενικό | Maskulinum, männlich mBücklingαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καπνιστό κρέαςουδέτερο | Neutrum, sächlich nGeräuchertesουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- καπνιστό λουκάνικοουδέτερο | Neutrum, sächlich n για επάλειψηTeewurstθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples