„καμάρα“: θηλυκό καμάρα [kaˈmara]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bogen, Gewölbe Bogenαρσενικό | Maskulinum, männlich m καμάρα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ Gewölbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n καμάρα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ καμάρα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ