„Rosenzucht“: Femininum, weiblich RosenzuchtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καλλιέργεια τριαντάφυλλων καλλιέργειαFemininum, weiblich | θηλυκό f τριαντάφυλλων Rosenzucht Rosenzucht