καθορίζω
[kaθoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- festsetzen, festlegenκαθορίζω ορίζω με ακρίβειακαθορίζω ορίζω με ακρίβεια
- bestimmenκαθορίζω χαρακτηρίζωκαθορίζω χαρακτηρίζω
- vorschreibenκαθορίζω νόμος, διάταξηκαθορίζω νόμος, διάταξη
- entscheidenκαθορίζω επηρεάζω αποφασιστικάκαθορίζω επηρεάζω αποφασιστικά
examples
- καθορίζω προτεραιότητεςSchwerpunkte setzen