Greek-German translation for "καθημερινός"

"καθημερινός" German translation

καθημερινός
[kaθimeriˈnos], καθημερινή, καθημερινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • (all)täglich
    καθημερινός που γίνεται σε καθημερινή βάση
    καθημερινός που γίνεται σε καθημερινή βάση
  • Tages-
    καθημερινός σχετικός με την ημέρα
    καθημερινός σχετικός με την ημέρα
examples
  • καθημερινά ρούχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Alltagskleidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    καθημερινά ρούχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • καθημερινές έννοιεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Alltagssorgenπληθυντικός | Plural pl
    καθημερινές έννοιεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • καθημερινή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Alltagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    καθημερινή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: