κάπνισμα
[ˈkapnizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rauchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκάπνισμακάπνισμα
examples
- κάπνισμα χασίςHaschischrauchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n