κάθετος
[ˈkaθetos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κάθετη, κάθετοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
κάθετος
[ˈkaθetos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vertikaleθηλυκό | Femininum, weiblich fκάθετοςκάθετος
- Schrägstrichαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάθετος μεταξύ λέξεωνκάθετος μεταξύ λέξεων