„Torpfosten“: Maskulinum, männlich TorpfostenMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάθετο δοκάρι τέρματος κάθετο δοκάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n τέρματος Torpfosten Torpfosten