ισόβιος
[iˈsovios], ισόβια, ισόβιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- lebenslänglichισόβιοςισόβιος
examples
- ισόβια δεσμάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npllebenslängliche Freiheitsstrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ισόβια εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fLebensaufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ισόβια κάθειρξηθηλυκό | Femininum, weiblich flebenslängliche Freiheitsstrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f