δεσμά
[ðezˈma]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fesselnπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplδεσμάδεσμά
- Bandeπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplδεσμά συναισθηματικός δεσμόςδεσμά συναισθηματικός δεσμός
examples
- ισόβια (δεσμά)lebenslängliche Freiheitsstrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f