„ισιώνω“: μεταβατικό ρήμα ισιώνω [iˈsjono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gerade machen, gerade biegen, ebnen, glätten gerade machen ισιώνω ισιώνω gerade biegen ισιώνω λυγίζοντας ισιώνω λυγίζοντας ebnen, glätten ισιώνω επιφάνεια, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ισιώνω επιφάνεια, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ