„ebnen“: transitives Verb ebnentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ισιώνω, ισοπεδώνω, εξομαλύνω ισιώνω, ισοπεδώνω, εξομαλύνω ebnen ebnen examples den Weg ebnen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig εξομαλύνω το δρόμο (Dativ | δοτικήdat σε) den Weg ebnen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig