ιδιαίτερος
[iðiˈeteros], ιδιαίτερη, ιδιαίτεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- besondere, speziellιδιαίτερος ειδικόςιδιαίτερος ειδικός
- ιδιαίτερος ιδιωτικός
examples
- ιδιαίτεραπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplPrivatangelegenheitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- κάνω ιδιαίτερο
- ιδιαίτερες επιθυμίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSonderwünscheπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples