θώρακας
[ˈθorakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Brustkorbαρσενικό | Maskulinum, männlich mθώρακας ανατομία | AnatomieανατThoraxαρσενικό | Maskulinum, männlich mθώρακας ανατομία | Anatomieανατθώρακας ανατομία | Anatomieανατ
- Panzerαρσενικό | Maskulinum, männlich mθώρακας ζωολογία | Zoologieζωολ περίβλημαθώρακας ζωολογία | Zoologieζωολ περίβλημα
examples
- θώρακας πανοπλίας ιστορία | GeschichteιστHarnischαρσενικό | Maskulinum, männlich m