„θυμωμένος“ θυμωμένος [θimoˈmenos], θυμωμένη, θυμωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ärgerlich, wütend, böse ärgerlich, wütend, böse θυμωμένος θυμωμένος examples είμαι θυμωμένος μαζί του ich bin sauer auf ihn είμαι θυμωμένος μαζί του