εφοριακός
[eforiaˈkos], εφοριακή, εφοριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Steuer-εφοριακόςεφοριακός
examples
- εφοριακή ελεγκτήςθηλυκό | Femininum, weiblich fSteuerfahnderinθηλυκό | Femininum, weiblich fSteuerprüferinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εφοριακή υπάλληλοςθηλυκό | Femininum, weiblich fFinanzbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich fSteuerbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εφοριακός ελεγκτήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSteuerfahnderαρσενικό | Maskulinum, männlich mSteuerprüferαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples