ελεγκτής
[eleŋˈktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kontrolleurαρσενικό | Maskulinum, männlich mελεγκτήςελεγκτής
- (Zug-)Schaffnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mελεγκτής τρένουελεγκτής τρένου
examples
- ελεγκτής λογαριασμώνBilanzprüferαρσενικό | Maskulinum, männlich mRechnungsprüferαρσενικό | Maskulinum, männlich m