„ευκαιρώ“: αμετάβατο ρήμα ευκαιρώ [efkjeˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zeit haben Zeit haben ευκαιρώ έχω διαθέσιμο χρόνο ευκαιρώ έχω διαθέσιμο χρόνο