επιβάλλομαι
[epiˈvalome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich durchsetzen, sich behauptenεπιβάλλομαι αποκτώ κύροςεπιβάλλομαι αποκτώ κύρος
- dominierenεπιβάλλομαι κυριαρχώεπιβάλλομαι κυριαρχώ
επιβάλλομαι
[epiˈvalome]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpersOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- επιβάλλεταιes ist nötig (να zu)