„Attentat“: Neutrum, sächlich AttentatNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επίθεση, απόπειρα, απόπειρα /ενέργεια επίθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Attentat Attentat απόπειραFemininum, weiblich | θηλυκό f (δολοφονίας), (δολοφονική) απόπειραFemininum, weiblich | θηλυκό f /ενέργειαFemininum, weiblich | θηλυκό f (auf κατά+Genitiv | +γενική +gen) Attentat Attentat