εξελικτικός
[ekseliktiˈkos], εξελικτική, εξελικτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- εξελικτική βιολογίαθηλυκό | Femininum, weiblich fEvolutionsbiologieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εξελικτική βιολόγοςθηλυκό | Femininum, weiblich fEvolutionsbiologinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εξελικτική φάσηθηλυκό | Femininum, weiblich fEntwicklungsphaseθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples