εξάρτημα
[eˈksartima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teilουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξάρτημα μηχανήματοςεξάρτημα μηχανήματος
- Zubehörteilουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξάρτημα συμπληρωματικό στοιχείοεξάρτημα συμπληρωματικό στοιχείο
examples
- εξαρτήματαZubehörουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εξάρτημα εφαρμογήςApplikatorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εξάρτημα μηχανήςMaschinenteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n