Zubehör
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξαρτήματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplZubehörαξεσουάρNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplZubehörZubehör