εντυπωσιάζω
[endiposiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beeindruckenεντυπωσιάζωεντυπωσιάζω
- imponieren (κάποιον jemandem)εντυπωσιάζω ειδικά το άλλο φύλοεντυπωσιάζω ειδικά το άλλο φύλο