„imponieren“: transitives Verb imponierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εντυπωσιάζω, κάνω εντύπωση εντυπωσιάζω (Dativ | δοτικήdat /Akkusativ | αιτιατική akk) imponieren κάνω εντύπωση (Dativ | δοτικήdat σε) imponieren imponieren