εναέριος
[enaˈerios], εναέρια, εναέριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Luft-εναέριος στον αέραεναέριος στον αέρα
- Flug-εναέριος αεροπορία | Luftfahrtαεροπεναέριος αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
- oberirdischεναέριος υπέργειοςεναέριος υπέργειος
examples
- εναέρια αναγνώρισηLuftaufklärungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εναέρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρOberleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εναέρια κυκλοφορίαθηλυκό | Femininum, weiblich fFlugbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples