εκτελεστής
[ektelesˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mörderαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκτελεστήςεκτελεστής
examples
- εκτελεστής διαθήκηςTestamentsvollstreckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εκτελεστής του πέναλτιElfmeterschützeαρσενικό | Maskulinum, männlich m