εισαγωγικός
[isaɣojiˈkos], εισαγωγική, εισαγωγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- εισαγωγικά μαθήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplEinführungskursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- εισαγωγικός δασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mEinfuhrzollαρσενικό | Maskulinum, männlich m