„δασμός“: αρσενικό δασμός [ðazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zoll, Abgabe Zollαρσενικό | Maskulinum, männlich m δασμός Abgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f δασμός δασμός