„ειδοποιώ“: μεταβατικό ρήμα ειδοποιώ [iðopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) benachrichtigen, verständigen benachrichtigen, verständigen ειδοποιώ ειδοποιώ examples ειδοποιώ μέσω βομβητή τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ anpiepsen ειδοποιώ μέσω βομβητή τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ