„anpiepsen“: transitives Verb anpiepsentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ειδοποιώ μέσω βομβητή ειδοποιώ μέσω βομβητή anpiepsen Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL anpiepsen Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL