„διστάζω“: αμετάβατο ρήμα διστάζω [ðisˈtazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zögern, Bedenken haben zögern (να zu) διστάζω Bedenken haben (να zu) διστάζω διστάζω