διοργανώνω
[ðiorɣaˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- organisierenδιοργανώνωδιοργανώνω
- veranstaltenδιοργανώνω γιορτή, εκδήλωσηδιοργανώνω γιορτή, εκδήλωση