δικτυωτό
[ðiktioˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Drahtgeflechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nδικτυωτόδικτυωτό
examples
- δικτυωτό καλσόνουδέτερο | Neutrum, sächlich nNetzstrumpfhoseθηλυκό | Femininum, weiblich fNetzstrümpfeπληθυντικός | Plural pl