„Netzstrümpfe“: Plural NetzstrümpfePlural | πληθυντικός pl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δικτυωτές κάλτσες δικτυωτές κάλτσεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Netzstrümpfe Netzstrümpfe