διαμαρτυρία
[ðiamartiˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Protestαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαμαρτυρίαδιαμαρτυρία
- Einspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαμαρτυρία διοικητικός όρος | amtlichδιοικδιαμαρτυρία διοικητικός όρος | amtlichδιοικ
- Beschwerdeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμαρτυρία παράποναδιαμαρτυρία παράπονα