Beschwerde
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- παράπονοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBeschwerdeδιαμαρτυρίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBeschwerdeBeschwerde
- προσφυγήFemininum, weiblich | θηλυκό fBeschwerde Rechtswesen | νομικός όροςJURBeschwerde Rechtswesen | νομικός όροςJUR