διακόπτω
[ðiaˈkopto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unterbrechenδιακόπτω προκαλώ προσωρινή παύσηδιακόπτω προκαλώ προσωρινή παύση
- abbrechenδιακόπτω προκαλώ οριστική παύσηδιακόπτω προκαλώ οριστική παύση
- beendenδιακόπτω πρόγραμμαδιακόπτω πρόγραμμα