διαθέσιμος
[ðiaˈθesimos], διαθέσιμη, διαθέσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verfügbarδιαθέσιμος προς διάθεσηδιαθέσιμος προς διάθεση
- erhältlich, vorhandenδιαθέσιμος που προσφέρεται προς πώλησηδιαθέσιμος που προσφέρεται προς πώληση
examples